Οδηγίες για την εποχική γρίπη και τον αντιγριπικό εμβολιασμό

Μεθοδολογία επιδημιολογικής επιτήρησης της γρίπης
Κάθε χειμώνα στην Ελλάδα, όπως σε όλες τις χώρες, παρατηρείται έξαρση στη δραστηριότητα του
ιού της γρίπης. Η αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας που προκαλεί η εποχική γρίπη ποικίλει
από χρονιά σε χρονιά, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του ιού που κυκλοφορεί και με το βαθμό
ανοσίας που έχουν σ’ αυτόν οι διάφορες ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού. Εκτιμάται οτι κάθε
χειμώνα προσβάλλεται από τη γρίπη ποσοστό 5%-15% του συνολικού πληθυσμού.
Με σκοπό να υπάρχει η τρέχουσα εικόνα για την δραστηριότητα της γρίπης στον ελληνικό πληθυσμό,
καθώς και για να υπάρχει ετοιμότητα σε περίπτωση μιας πανδημίας, ο ΕΟΔΥ (τ. ΚΕΕΛΠΝΟ) λειτουργεί
πολλαπλά συστήματα επιδημιολογικής επιτήρησης της γρίπης. Τα συστήματα αυτά λειτουργούν
συμπληρωματικά το ένα με το άλλο, καθώς η γρίπη επηρεάζει τον πληθυσμό με διαφορετικούς
τρόπους. Οι περισσότεροι άνθρωποι που “κολλούν” τη γρίπη δεν εμφανίζουν συμπτώματα, ενώ άλλοι
αρρωσταίνουν ελαφρά και μένουν σπίτι ή συνεχίζουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Από
αυτούς που αρρωσταίνουν, ένα μέρος αναζητά ιατρική βοήθεια, και ενδεχομένως εισάγεται στο
νοσοκομείο για νοσηλεία. Από αυτούς τους νοσηλευόμενους ασθενείς κάποιοι είναι τόσο βαριά ώστε
καταλήγουν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), ενώ κάποιοι θα πεθάνουν σαν αποτέλεσμα της
γρίπης, συνήθως σε συνδυασμό και με άλλες προϋπάρχουσες καταστάσεις που επιβαρύνουν την
υγεία τους. Τα διάφορα συστήματα επιτήρησης της γρίπης στοχεύουν διαφορετικά επίπεδα αυτής
της “επιδημιολογικής πυραμίδας”
Είναι σημαντικό να επισημανθεί οτι ο εργαστηριακός έλεγχος για γρίπη δε γίνεται ως ρουτίνα στην
κλινική πράξη (στην Ελλάδα και σε όλες τις χώρες του κόσμου). Συνεπώς τα σοβαρά κρούσματα
εργαστηριακά επιβεβαιωμένης γρίπης (αριθμός νοσηλειών ΜΕΘ και θανάτων) δεν αποτελούν παρά
ένα μικρό μέρος του συνόλου της νοσηρότητας και θνησιμότητας που προκαλεί η γρίπη. Αποτελούν
όμως μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών, και μια ένδειξη τόσο για τις επιπτώσεις της γρίπης στον
πληθυσμό όσο και για την εκτίμηση των αναγκών της χώρας σε υποδομές φροντίδας υγείας,
υπηρεσίες και ανθρώπινο δυναμικό. Περαιτέρω, από τα δεδομένα της επιδημιολογικής επιτήρησης
και με τη χρήση διάφορων στατιστικών μεθόδων, είναι δυνατό να εκτιμηθεί το κομμάτι της
νοσηρότητας και θνησιμότητας στον πληθυσμό που αποδίδεται στη γρίπη κάθε χειμώνα.
Στην Ελλάδα η διαχρονική παρακολούθηση του νοσήματος έχει δείξει ότι η δραστηριότητα της
γρίπης συνήθως αρχίζει να αυξάνει κατά τον Ιανουάριο, και κορυφώνεται κατά τους μήνες
Φεβρουάριο – Μάρτιο. Πρέπει όμως να έχουμε πάντα υπόψη ότι η γρίπη είναι απρόβλεπτη, και ως εκ
τούτου τόσο η έναρξη, όσο και η διάρκεια της εποχικής επιδημικής δραστηριότητας μπορεί να
διαφέρουν από περίοδο σε περίοδο. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η δραστηριότητα της γρίπης
δεν μηδενίζεται ποτέ· πέρα από το επιδημικό κύμα τους χειμερινούς μήνες, σποραδικά κρούσματα
γρίπης υπάρχουν όλο το χρόνο.

Ο εμβολιασμός κατά της εποχικής γρίπης είναι το καλύτερο και ασφαλέστερο διαθέσιμο μέσο πρόληψης για τη
νόσο. Επειδή ο ιός της γρίπης μεταλάσσεται συνεχώς, ο εμβολιασμός είναι αναγκαίο να επαναλαμβάνεται κάθε
χρόνο με έμφαση σε συγκεκριμένες ομάδες προτεραιότητας για εμβολιασμό, σύμφωνα με τις συστάσεις της
Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών του Υπουργείου Υγείας (ΑΔΑ 7Ν68465ΦΥΟ-ΟΥΓ):
• Άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω
• Παιδιά >6 μηνών και ενήλικες που πάσχουν από διάφορα νοσήματα ή παράγοντες κινδύνου που
σχετίζονται με αυξημένη πιθανότητα σοβαρής νόσησης από τη γρίπη και εμφάνισης επιπλοκών (άσθμα,
χρόνιες πνευμονοπάθειες, καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδης διαβήτης και άλλα μεταβολικά
νοσήματα, κληρονομική ή επίκτητη ανοσοκαταστολή, χρόνια νεφροπάθεια, δρεπανοκυτταρική νόσο και
άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες, μεταμόσχευση οργάνων, νευρομυϊκά νοσήματα, παιδιά που λαμβάνουν
μακροχρόνια ασπιρίνη, κλπ)
• Έγκυες γυναίκες (ανεξαρτήτως ηλικίας κύησης), λεχωϊδες και θηλάζουσες
• Παχύσαρκα άτομα (με Δείκτη Μάζας Σώματος >40 kg/m2)
• Άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά μικρότερα των 6 μηνών· επίσης όσοι φροντίζουν άτομα
(παιδιά ή ενήλικες) με υποκείμενο νόσημα τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών από τη
γρίπη

• Κλειστοί πληθυσμοί (τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων, στρατιώτες, εσωτερικοί σπουδαστές σχολών –
π.χ. αστυνομικών, στρατιωτικών και άλλων σχολών – κλπ)
• Εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας (ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και άλλοι εργαζόμενοι)
• Επαγγελματίες όπως κτηνίατροι, πτηνοτρόφοι, κλπ που έρχονται σε συστηματική επαφή με πουλερικά
Ειδικά για την τελευταία κατηγορία (εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας), ο ΕΟΔΥ (τ. ΚΕΕΛΠΝΟ)
κάθε χρόνο στέλνει οδηγίες και ενημερωτικό υλικό, ενώ καταγράφει συστηματικά τα ποσοστά εμβολιασμού τους.
Τα στοιχεία αυτά καθίστανται διαθέσιμα προς το τέλος της περιόδου επιτήρησης, ενώ κοινοποιούνται στις
μονάδες υγείας (Κέντρα Υγείας / νοσοκομεία) και επιβραβεύονται οι μονάδες με τα υψηλότερα ποσοστά
εμβολιαστικής κάλυψης του προσωπικού τους.